γάλανθος

γάλανθος
(galanthus). Γένος ποωδών, βολβόριζων φυτών της οικογένειας των αμαρυλλιδών, ιθαγενών της Ευρώπης και της δυτικής Ασίας, που περιλαμβάνει 10 είδη, από τα οποία τα δύο ευδοκιμούν και στην Ελλάδα, ο γ. ο χιονώδης και ο γ. της βασίλισσας Όλγας. Το πρώτο είδος είναι φυτό ύψους 10-20 εκ. με 2-3 φύλλα γραμμοειδή και παράρριζα. Έχει άνθη λευκά, κρεμαστά το καθένα από ένα στέλεχος, με περιγόνιο από έξι άνισα μέρη (τρία εσωτερικά μικρά και τρία εξωτερικά μεγαλύτερα). Ο καρπός του σχηματίζει σφαιρική σαρκώδη κάψα. Είναι αυτοφυές σε όλη την Ελλάδα, σε εδάφη υγρά, ψυχρά, σκιασμένα από πυκνά δάση. Ανθίζει πρώιμα τον Φεβρουάριο, μόλις αρχίζουν να λιώνουν τα χιόνια, και καλλιεργείται επίσης στους κήπους ως καλλωπιστικό. Το δεύτερο είδος ευδοκιμεί μόνο στον Ταΰγετο και ανθίζει το φθινόπωρο, πριν βγουν τα φύλλα του. Έχει μεγαλύτερα άνθη από το προηγούμενο και στην περιοχή που ενδημεί είναι γνωστός με το κοινό όνομα σκουλαρίκι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αμαρυλλίδες — Οικογένεια μονοκότυλων φυτών που περιλαμβάνει 70 γένη και περίπου 1.000 είδη, κατά κανόνα ποώδη και βολβώδη, όμοια σε πολλά με τα φυτά της οικογένειας των λειριιδών. Στις α. ανήκουν ο νάρκισσος, του οποίου απαντώνται στην Ελλάδα –αυτοφυή κυρίως–… …   Dictionary of Greek

  • άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • ανθός — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • βολβός — Μικρός υπόγειος βλαστός, που αποτελείται από πολλά παχιά, αποχρωματισμένα φύλλα, σαν πλατιά λέπια ή σαν χιτώνες, έτσι ώστε το ένα καλύπτει το άλλο, σε ομόκεντρη κυκλική ή σπειροειδή διάταξη. Στο κέντρο του β. και πάνω από τον δισκοειδή βλαστητικό …   Dictionary of Greek

  • σκουλαρίκι — Γυναικείο κόσμημα που φοριέται στο αυτί. Τα πρώτα σ. χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού και, όπως και άλλα ατομικά κοσμήματα, είχαν ίσως μαγικό χαρακτήρα. Στους αρχαίους λαούς φορούσαν σ. και οι άντρες και οι γυναίκες. Ενώ αρχικά είχαν μορφή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”